- επιτροπία
- ἐπιτροπία, ἡ (άλλος τ. τής λ. επιτροπεία) (Α) [επίτροπος]1. επιτροπεία2. μτφ. προστασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτροπία — ἐπιτροπίᾱ , ἐπιτροπία protection fem nom/voc/acc dual ἐπιτροπίᾱ , ἐπιτροπία protection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπίᾳ — ἐπιτροπίαι , ἐπιτροπία protection fem nom/voc pl ἐπιτροπίᾱͅ , ἐπιτροπία protection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπίας — ἐπιτροπίᾱς , ἐπιτροπία protection fem acc pl ἐπιτροπίᾱς , ἐπιτροπία protection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπίαν — ἐπιτροπίᾱν , ἐπιτροπία protection fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… … Dictionary of Greek
epitrop — EPÍTROP, epitropi, s.m. 1. Tutore. 2. (reg.) Administrator al unui bun, în special al averii unei biserici; efor. [acc. şi: epitróp]. – Din ngr. epítropos. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 EPÍTROP s. 1. v. tutore. 2. v. efor … Dicționar Român